-
1 φθινύθω
1 trans., waste,φθινύθουσιν ἔδοντες οἶκον ἐμόν Od.1.250
;οἶνον δὲ φ. 14.95
; οἵ μευ φ. φίλον κῆρ cause it to pine away 10.485 (so perh. Il.1.491); ἵνα μηκέτ' ὀδυρομένη.. αἰῶνα φθινύθω waste my life, Od.18.204; in later [dialect] Ep.,μαψίδιον φ. πόνον Opp.C.4.186
.2 intr., waste away, decay, perish, of men,λαοὶ μὲν φ. περὶ πτόλιν Il.6.327
, cf. 21.466, Od.12.131;παυρότεροι.. φθίνυθον Il.17.364
; τούσδε ἔα φθινύθειν, as an imprecation, 2.346; alsoἄχεϊ φ. παρειαί Od.8.530
, cf. 16.145.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθινύθω
См. также в других словарях:
φθινύθω — Α (ποιητ. τ.) 1. (κυριολ. και μτφ.) καταστρέφω κάτι σταδιακά (α. «φθινύθουσιν ἕδοντες οἶκον ἐμόν», Ομ. Οδ. β. «οἵ μευ φθινύθουσι φίλην κῆρα», Ομ. Οδ.) 2. καταναλώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό («οἶνον δὲ φθινύθουσιν ὑπέρβιον ἐξαφύοντες», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek